ακατάδεκτος

ακατάδεκτος
-η, -ο και ακατάδεχτος (Μ ἀκατάδεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης
μσν.
ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταδέχομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακατάδεχτος — η, ο βλ. ακατάδεκτος …   Dictionary of Greek

  • ακαταδεξία — η και ακαταδεξιά, η [ακατάδεκτος] περηφάνια, υπεροψία …   Dictionary of Greek

  • αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • κασίδης — και κασσσίδης και κατσίδης, ο θηλ. κασ(σ)ίδισσα και κασ(σ)ιδού 1. αυτός που πάσχει από κασίδα, κασιδιάρης 2. συνεκδ. φαλακρός 3. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασίδα + κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • κασιδιάρης — I Ονομασία δύο βουνών. 1. Βουνό (υψόμ. 1.011 μ.) της Θεσσαλίας. Βρίσκεται στα όρια των νομών Λαρίσης και Φθιώτιδος. Ονομάζεται και Ναρθάκι. 2. Βουνό (υψόμ. 1.329 μ.) του νομού Ιωαννίνων. Ονομάζεται και Σούτιστα. II Οικισμός (41 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

  • κατοφρυούμαι — κατοφρυοῡμαι, όομαι (ΑΜ) συνοφρυώνομαι υπερβολικά αρχ. φρ. «κατωφρυωμένοι λόγοι» αυστηρά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀφρυοῦμαι «είμαι υπεροπτικώς ακατάδεκτος»] …   Dictionary of Greek

  • μύτη — η 1. το αισθητήριο όργανο της όσφρησης: Έχει γαμψή μύτη. 2. το ρύγχος των ζώων ή το ράμφος των πουλιών: Οι πελαργοί έχουν μακριές μύτες. 3. η όσφρηση: Έχει γερή μύτη. 4. προεξοχή, αιχμή: Η μύτη της βελόνας. 5. φρ., «Σήκωσε μύτη», έγινε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”